- ξυνολος
- ξύνολοςσύν-ολος2 и 3взятый целиком и полностью, цельный, совокупный, полный Plat., Arst.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
σύνολος — ον, ΜΑ, θηλ. και συνόλη Μ, και ξύνολος, όλη, ον, Α [ὅλος] 1. αυτός που περιλαμβάνει όλα τα μέρη ενός όλου, ολόκληρος, ολικός («καὶ ξυνόλης ὁποιασοῡν σκευουργίας ἤ καὶ γεωργίας καὶ περὶ τὰ φυτὰ ξυνόλης τέχνης», Πλάτ.) 2. (το ουδ. με αρθρ. ως επίρρ … Dictionary of Greek